νιφάδι

νιφάδι
νιφάς
snowflake
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λευκόπτερος — η, ο (Α λευκόπτερος, ον) (για πλοίο) αυτός που έχει λευκές πτέρυγες (α. «λευκόπτερα δώδεκα πλοία δεμένα σαλεύουν εκεί», Ζαλοκ. β. «ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς», Ευρ.) αρχ. 1. (γενικά) λευκός, άσπρος («λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι», Αισχύλ.) 2. περιχαρής… …   Dictionary of Greek

  • νιφάδ' — νιφάδα , νιφάς snowflake fem acc sg νιφάδι , νιφάς snowflake fem dat sg νιφάδε , νιφάς snowflake fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”